ενταύθα

ενταύθα
(AM ἐνταῡθα, Α ιων. τ. ἐνθαῡτα και ἐντοῡθα)
επίρρ. (για τόπο) εδώ, στο ίδιο μέρος
αρχ.-μσν.
σ' αυτόν τον υλικό κόσμο (αντιθ. εκεί
ο ιδεώδης κόσμος)
αρχ.
1. (με ρήμ. κινήσεως) προς τα εδώ («μηδέ σε δαίμων ἐνταῡθα τρέψειε», Ομ. Ιλ.)
2. (με γεν. τόπ.) σ' αυτό το μέρος («ἐνταῡθα τῆς ἠπείρου», Θουκ.)
3. σ' αυτό το σημείο, σ' αυτό τον βαθμό («οὐκοῡν ἐνταῡθα που ἦμεν τοῡ λόγου», Πλάτ.)
4. τότε, εκείνο τον καιρό («φαίνονται δὲ οὐδ' ἐνταῡθα πάσῃ τῇ δυνάμει χρησάμενοι», Θουκ.)
5. πάνω σε αυτό, μετά απ' αυτό («Ἱππίεω γνώμῃ νικήσαντος... ἐνταῡθα ἤγειρον δωτίνας», Ηρόδ.)
6. σ' αυτή την περίσταση («ἐνταῡθα γὰρ δὴ καὶ κακὸς φαίνει φίλους», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αττ. τ. ενταύθα, παρεκτεταμένος τ. τού ένθα (πρβλ. ταύτα < τα), προήλθε από ιων. τ. ενθαύτα (με μετάθεση τών δασέων), «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φράση ένθα αυτά. Το επίθημα -θα οφείλεται σε αναλογική επίδραση τού ένθα. Τέλος, ο ομ.-αττ. τ. ενταυθοί < ενταύθα + τοπικό επίθημα -οί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐνταῦθα — here indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'νταῦθ' — ἐνταῦθα , ἐνταῦθα here indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'νταῦθα — ἐνταῦθα , ἐνταῦθα here indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀνταῦθ' — ἐνταῦθα , ἐνταῦθα here indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀνταῦθα — ἐνταῦθα , ἐνταῦθα here indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐνταῦθα — ἐνταῦθα , ἐνταῦθα here indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀνταῦθ' — ἐνταῦθα , ἐνταῦθα here indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀνταῦθα — ἐνταῦθα , ἐνταῦθα here indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνταῦθ' — ἐνταῦθα , ἐνταῦθα here indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθαῦτα — ἐνταῦθα here ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”